- χέζω
- έχεσα, χέστηκα, χεσμένος1. αποπατώ, κάνω την ανάγκη μου.2. λερώνω κάτι χέζοντας: Έχεσε το βρακί του.3. βρίζω, περιφρονώ: Τον έχεσα κι έφυγα.4. το μέσο, χέζομαι λερώνομαι χέζοντας.5. φοβάμαι πολύ, τα κάνω πάνω μου από φόβο: Χέστηκε μόλις είδε το λιοντάρι να ορμάει πάνω του.6. φρ., «Xέστηκε η φοράδα στ΄ αλώνι», δεν αξίζει να γίνεται λόγος για κάτι ασήμαντο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.